Η παλαιότερη απεικόνιση κατασκόπων : Σκηνή από ανάγλυφο του Μεγάλου Ταμπλό στον Ναό του Αμπού Σιμπέλ ( 13ος αιώνας π.Χ. ) που απεικονίζει τη μάχη του Καντές. Οι δύο γονατιστές φιγούρες είναι Χετταίοι κατάσκοποι τους οποίους χτυπούν οι αξιωματικοί του Ραμσή.
Οι κατάσκοποι έχουν αποκτήσει μια ιδιαιτέρως απεχθή φήμη ως προδότες κι ηθικά διεφθαρμένοι.
Η παλαιότερη σωζόμενη αναφορά στην κατασκοπεία ανάγεται στην εποχή του πολέμου του φαραώ Ραμσή με τους Χετταίους και στη μάχη του Καντές ( περ. 1274. π.Χ. ).
Αν κι οι κατάσκοποι είναι πιο γνωστοί ως συλλέκτες πληροφοριών, συχνά χρησιμοποιούνται και για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, προκειμένου να παραπλανήσουν τους αντιπάλους. Έτσι, ο Χετταίος βασιλιάς Μουταβάλις ( βασίλεψε περίπου από το 1295 έως το 1271 π.Χ. ), έστειλε στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων δύο κατασκόπους μεταμφιεσμένους σε λιποτάκτες, με αποστολή να πείσουν τον Φαραώ ότι ο στρατός των Χετταίων ήταν ακόμη μακριά. Ο Ραμσής πίστεψε την ιστορία τους, με αποτέλεσμα να οδηγήσει ένα τμήμα του στρατού του σε μια ενέδρα των Χετταίων. Ευτυχώς για τον Φαραώ, κατάφερε να συλλάβει δύο ακόμα Χετταίους κατασκόπους και τους παρέδωσε στους αξιωματικούς του για ανάκριση.
Μετά από ξυλοδαρμό, οι Χετταίοι αποκάλυψαν ότι είχε στηθεί ενέδρα για την εμπροσθοφυλακή του Ραμσή: η αποκάλυψη αυτή επέτρεψε στον Φαραώ να καλέσει ενισχύσεις και ν’ αποφύγει την καταστροφή στη μάχη που έγινε γνωστή ως μάχη του Καντές.
Αν κι οι κατάσκοποι είναι πιο γνωστοί ως συλλέκτες πληροφοριών, συχνά χρησιμοποιούνται και για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων, προκειμένου να παραπλανήσουν τους αντιπάλους. Έτσι, ο Χετταίος βασιλιάς Μουταβάλις ( βασίλεψε περίπου από το 1295 έως το 1271 π.Χ. ), έστειλε στο στρατόπεδο των Αιγυπτίων δύο κατασκόπους μεταμφιεσμένους σε λιποτάκτες, με αποστολή να πείσουν τον Φαραώ ότι ο στρατός των Χετταίων ήταν ακόμη μακριά. Ο Ραμσής πίστεψε την ιστορία τους, με αποτέλεσμα να οδηγήσει ένα τμήμα του στρατού του σε μια ενέδρα των Χετταίων. Ευτυχώς για τον Φαραώ, κατάφερε να συλλάβει δύο ακόμα Χετταίους κατασκόπους και τους παρέδωσε στους αξιωματικούς του για ανάκριση.
Μετά από ξυλοδαρμό, οι Χετταίοι αποκάλυψαν ότι είχε στηθεί ενέδρα για την εμπροσθοφυλακή του Ραμσή: η αποκάλυψη αυτή επέτρεψε στον Φαραώ να καλέσει ενισχύσεις και ν’ αποφύγει την καταστροφή στη μάχη που έγινε γνωστή ως μάχη του Καντές.
.
Σαμψών και Δαλιδά ( 1609-10 )
Peter Paul Rubens ( 1577 - 1640 )
Σε ότι αφορά τις ιστορίες κατασκοπείας, η Βίβλος είναι μία από τις πιο πλούσιες πηγές. Εκεί εντοπίζουμε και την πρώτη γυναίκα μυστική πράκτορα της ιστορίας, τη Δαλιδά.
Για να θυμηθούμε τον μύθο, ο Σαμψών είχε γεννηθεί με προορισμό να τερματίσει την καταπίεση των Ισραηλιτών από τους Φιλισταίους. Ο Σαμψών ήταν φοβερά δυνατός, σε σημείο που έλεγαν πως είχε νικήσει χίλιους άντρες οπλισμένος μόνο " με την σιαγόνα ενός γαϊδάρου". Μια άλλη φορά έδειξε τη δύναμή του όταν τον ανακάλυψαν στο σπίτι μιας πόρνης, στην εχθρική πόλη της Γάζας. Για ν' αποφύγει τη σύλληψη - ή κάποια ακόμα χειρότερη μοίρα - γκρέμισε τις πύλες της πόλης με τα χέρια του και ξέφυγε. Μη μπορώντας να νικήσουν έναν τόσο δυνατό πολεμιστή, οι Φιλισταίοι αναζήτησαν πιο δόλια μέσα.
Η ευκαιρία τους δόθηκε όταν ο Σαμψών ερωτεύτηκε μια γυναίκα από την κοιλάδα Σορίκ, τη Δαλιδά. Οι άρχοντες των Φιλισταίων ζήτησαν τη βοήθειά της : " προσπάθησε να τον κάνεις να σου αποκαλύψει το μυστικό της δύναμής του" της είπαν, " και πως μπορούμε να τον νικήσουμε και να τον συλλάβουμε - αν το καταφέρεις, θα σου δώσουμε χίλια εκατό ασημένια νομίσματα ο καθένας".
Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή. Η Δαλιδά συμφώνησε και τελικά έπεισε τον Σαμψών να της αποκαλύψει το μυστικό : δεν είχε ξυρίσει ποτέ το κεφάλι του και στα μαλλιά του βρισκόταν όλη η δύναμή του. Η Δαλιδά επικοινώνησε με τους Φιλισταίους και κάποια νύχτα που ο Σαμψών αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της, φώναξε κάποιον που του ξύρισε τις 7 του πλεξούδες.
Αδύναμος πια, Ο Σαμψών δεν κατάφερε ν' αντισταθεί κι οι Φιλισταίοι τον συνέλαβαν, τον τύφλωσαν και τον έδεσαν με μπρούτζινες αλυσίδες.
.
Το κέντρο του έρωτα ( 2005 )
Yan Pei-Ming ( 1960 )
Γυναίκες πράκτορες αναφέρονται και στην ιστορία της αρχαίας Κίνας. Μία απ' αυτές ανήκει στο τέλος της περιόδου της " Άνοιξης και του Φθινοπώρου" ( 770 - 476 π.Χ. ).
Το κράτος Γου είχε κατακτήσει το γειτονικό κράτος Γιούε κι είχε αιχμαλωτίσει τον βασιλιά του, Γκόου Τζιάν ( βασίλεψε μεταξύ του 496 και του 465 π.Χ. ). Όταν ο Γκόου Τζιάν απελευθερώθηκε, θέλησε να πάρει εκδίκηση, όμως γνώριζε ότι η χώρα του δεν ήταν ακόμα αρκετά ισχυρή ώστε να πολεμήσει με το Γου. Έτσι, ο βασιλιάς έβαλε σ' εφαρμογή ένα σχέδιο για ν' αποδυναμώσει το εχθρικό κράτος " εκ των έσω" : ζήτησε από τον πρωθυπουργό να του βρει τις δέκα πιο όμορφες γυναίκες του βασιλείου του κι έστειλε δύο απ' αυτές στον βασιλιά του Γου, Φου Τσάι ( βασίλεψε μεταξύ του 495 και του 473 π.Χ. ) ως μέρος ενός φόρου υποταγής.
Οι δύο αυτές γυναίκες δεν ήταν συνηθισμένες παλλακίδες αλλά εκπαιδευμένες κι αποφασισμένες πράκτορες που θα έσπρωχναν τον Φου Τσάι να εξαντλήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του σε πολέμους με τους γείτονές του και θα φρόντιζαν να ψυχραθεί ο βασιλιάς με τον ικανό πρωθυπουργό του, τον Γου Ζισού. Καταπώς λεει ο θρύλος, οι δύο υποψήφιες ήταν η Ζένγκ Νταν κι η Σι - Σι - η δεύτερη ήταν κόρη ενός εμπόρου τσαγιού την οποία εντόπισαν οι άνθρωποι του Γκόου Τζιάν μια μέρα που έπλενε μετάξι σ' ένα ποτάμι. Επί τρία χρόνια, οι γυναίκες εκπαιδευόταν στην εθιμοτυπία της Αυλής και σε τρόπους ψυχαγωγίας ώστε να καταφέρουν να κρατήσουν τον εχθρό βασιλιά ευχαριστημένο και μακριά από τις ευθύνες του.
Με τη βοήθεια ενός διεφθαρμένου αξιωματούχου του Γου, τον οποίο δωροδόκησαν, η Σι - Σι κι η Ζένγκ Ντάνγκ παρουσιάστηκαν στην Αυλή του Φου Τσάι. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την εμφάνισή τους, ώστε, παραμερίζοντας την εθιμοτυπία, σηκώθηκε όρθιος να τις προϋπαντήσει. Ο πρωθυπουργός υποπτεύθηκε ( και πολύ σωστά ) ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και προειδοποίησε τον βασιλιά να προσέχει, όμως ο Φου Τσάι τον αγνόησε και κατάπιε το δόλωμα : οι δύο γυναίκες τον μάγεψαν τόσο πολύ που σύντομα έχασε κάθε επαφή με τον κόσμο πέρα από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Στις κατ' ιδίαν συζητήσεις μαζί του, οι γυναίκες άρχισαν να υποσκάπτουν τον πρωθυπουργό, κι εκείνος, συνειδητοποιώντας ότι είχε πέσει θύμα μιας καλοστημένης συνομωσίας, προσπάθησε πεισματικά να ξανακερδίσει την εύνοιά του, καταγγέλοντάς τες. Δυστυχώς γι' αυτόν, ο Φου Τσάι τον είχε πια βαρεθεί και τον διέταξε ν' αυτοκτονήσει.
Χωρίς την καθοδήγηση του Γου Ζισού, η ακυβέρνητη χώρα έπεσε θύμα λιμού. Παρακινημένος από τις δύο ερωμένες του, ο Φου Τσάι κήρυξε τον πόλεμο στο γειτονικό κράτος Τσι κι ο Γκόου Τζιάν βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί στο Γου, καταστρέφοντας τον στρατό του μετά από εννιάχρονο πόλεμο. Στο τέλος, ο Φου Τσάι δεν ίχε άλλη επιλογή παρά ν' αυτοκτονήσει, όμως, έχοντας στο μεταξύ αντιληφθεί πως οι δύο γυναίκες ήταν κατάσκοποι του εχθρού, σκότωσε τη μία ( τη Ζένγκ Ντανγκ ).
Η άλλη, η Σι - Σι, κατάφερε να γλιτώσει κι έμεινε στην ιστορία ως μία γυναίκα που θυσιάστηκε για την πατρίδα της και ως μία από τις "τέσσερις καλλονές" που άλλαξαν την ροή της ιστορίας της Κίνας.
Πηγές στοιχείων : Terry Crowdy, Ιστορία της κατασκοπείας, Lector 2007, Εθνική πινακοθήκη Λονδίνου, Wikipedia.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου